μοιράδι

μοιράδι
το (Μ μοιράδιον και μεράδι και μεράδιν και μεράδιον και μοιράδι και μοιράδιν)
1. τεμάχιο γης, φέουδο
2. μερίδιο κληρονομιάς, μερτικό
3. (γενικά) τμήμα, μέρος ενός συνόλου
νεοελλ.
παροιμ. «τού συντρόφου το μοιράδι δεν τό χάνει η συντροφιά» — λέγεται για να δηλώσει πως οτιδήποτε επιτελείται από άτομο το οποίο είναι μέλος μια ομάδας ωφελεί όλα τα μέλη αυτής τής ομάδας
μσν.
1. (για πρόσωπα) ομάδα, κατηγορία
2. ανταμοιβή
3. δωρεά
4. φρ. α) «ἐκ τὸ μεράδιν μου» — εκ μέρους μου, εξ ονόματός μου
β) «ἔχω μοιράδι σὲ κάποιον»
i) συνδέομαι με κάποιον, είμαι οικείος
ii) απολαμβάνω μέρος ενός πράγματος
δ) «δέν ἔχω στὴ γῆ μοιράδι»
i) δεν έχω δικαίωμα στα αγαθά τής γης
ii) είμαι δυστυχής
ε) «στήνω καλόν μοιράδιν» — αποκτώ αξιόλογη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -άδιον (βλ. και μεράδι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μοιράδι — το ιού, το μερίδιο, το μερτικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυναικομοιράδια — τα κληρονομιά κτηματικής περιουσίας από τη σύζυγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυναίκα + μοιράδι «κομμάτι γης ή μέρος κληρονομιάς»] …   Dictionary of Greek

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”